- ἀντίληψις
- ἀντίληψιςreceiving in turnfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιλήψει — ἀντίληψις receiving in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀντιλήψεϊ , ἀντίληψις receiving in turn fem dat sg (epic) ἀντίληψις receiving in turn fem dat sg (attic ionic) ἀντιλαμβάνω receive instead of fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήψεις — ἀντίληψις receiving in turn fem nom/voc pl (attic epic) ἀντίληψις receiving in turn fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήψεσι — ἀντίληψις receiving in turn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήψεσιν — ἀντίληψις receiving in turn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιλήψιας — ἀντίληψις receiving in turn fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίληψιν — ἀντίληψις receiving in turn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИЕРОКЛ — ГИЕРОКЛ (Ἱεροκλῆς) (кон. 1 в. 1 я пол. 2 в. н. э.?), философ стоик, известен как автор соч. «Основы этики». По совокупности косвенных данных принято считать, что Г., скорее всего, тождествен упомянутому Авлом Геллием Гиероклу стоику,… … Античная философия
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
ԱՆԴԻԼԻՊՍ — ( ) NBH 1 0133 Chronological Sequence: 12c գ. ἁντίληψις Առումն, եւ առիթ. ձեռնտու. օգնական. *Մտցէ առաջի հօր, եւ անդիլիպս ( ʼի լս. առիթ) եւ միջնորդ լիցի. Լմբ. պտրգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)